- αλκενυλαλογονίδια
- ή αλογονοαλκένια, τα Χημ.οργανικές ενώσεις, αλογονωμένα παράγωγα τών αλκενίων* (ολεφινών). Αποτελούνται από μία ακόρεστη υδρογονανθρακική ρίζα (με έναν διπλό δεσμό), ενωμένη με ένα ή περισσότερα άτομα αλογόνων (φθορίου, χλωρίου, βρωμίου ή ιωδίου).
Dictionary of Greek. 2013.